σκώπτειν

σκώπτειν
σκώπτω
mock
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Gray Catbird — Adult in Brendan T. Byrne State Forest New Jersey, USA Conservation status …   Wikipedia

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • σκώπτω — ΝΜΑ εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν μικρότητα σκώπτειν», Πλούτ.) αρχ. 1. (με καλή σημ.) αστεΐζομαι με κάποιον, πειράζω 2. λέω αστεία, είμαι αστείος 3. λέω λόγια μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία λόγια.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρολογώ — έω, Α [ψυχρολόγος] είμαι ψυχρολόγος*, μιλώ με κρύα, ανούσια λόγια («τοὺς προειπόντας ὡς ψυχρολογήσαντας σκώπτειν θέλει», Σχόλ. Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”